- εντελομισθος
- ἐντελόμισθοςἐντελό-μισθος2получающий полное жалование
(ναύτης Dem.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ναύτης Dem.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εντελόμισθος — ἐντελόμισθος, ον (AM) αυτός που παίρνει πλήρη μισθό … Dictionary of Greek
ἐντελόμισθος — receiving full pay masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντελόμισθον — ἐντελόμισθος receiving full pay masc/fem acc sg ἐντελόμισθος receiving full pay neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντελομίσθους — ἐντελόμισθος receiving full pay masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντελόμισθα — ἐντελόμισθος receiving full pay neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντελόμισθοι — ἐντελόμισθος receiving full pay masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από … Dictionary of Greek